“ΟΛΟΙ ΕΧΟΥΜΕ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΜΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ”
Ο ταλαντούχος ηθοποιός Απόλλων Μπόλλας μίλησε στο Athens Art Theater και στην Άννα Χατζή για τα παιδικά του χρόνια, τις σπουδές του, το θέατρο, την μουσική και τον χορό, την παράσταση “Οι Δώδεκα ένορκοι” καθώς και την παράσταση “Την λένε Έύα” στις οποίες πρωταγωνιστεί και τα επόμενα σχέδια του.
Η υποκριτική ήταν αυτό που ήθελες να κάνεις από μικρό παιδί;
Μέναμε Ευελπίδων στις αρχές του ‘90 απέναντι από το καλοκαιρινό θέατρο «Άλσος», που εδώ και αρκετά χρόνια έχει κλείσει και θυμάμαι τον εαυτό μου τότε, στα πέντε μου, να λέω στον πατέρα μου το πρωί που ξυπνούσαμε ότι δεν κοιμήθηκα το βράδυ σπίτι γιατί είχα πάει κρυφά να παίξω στο θέατρο απέναντι. Λίγο αργότερα έχω εικόνα να είμαι στο κρεβάτι των γονιών μου και να χαζεύω στην τότε ΕΡΤ ασπρόμαυρες φιγούρες από ταινίες του παλιού Χόλιγουντ, των δεκαετιών ’30 – ’40. Δεν καταλάβαινα πόσο παλιές ήταν, πίστευα ότι επίτηδες τις γύριζαν έτσι και έλεγα ψέματα στους φίλους μου ότι στην επόμενη σκηνή έπαιζα εγώ. Όπως καταλαβαίνεις πάντα την κόβανε και για αυτό και δεν εμφανιζόμουν στην ταινία. Οπότε με αυτά και διάφορα άλλα σουρεαλιστικά περιστατικά μάλλον είχα είδη πάρει την απόφασή μου.
Υπήρχαν ερεθίσματα η άλλοι παράγοντες που σε ώθησαν στο θέατρο;
Μεγάλωσα σε μια οικογένεια με μητέρα ζωγράφο και συντηρήτρια έργων τέχνης και πατέρα λίγο από όλα – λίγο τραγουδιστή, λίγο ηθοποιό – πριν γίνει επιχειρηματίας, οπότε κάτι μου μετέδωσαν. Η μητέρα μου, μου έδωσε πολλά ερεθίσματα και στη συνέχεια με άφησε να επιλέξω αυτό που μου αρέσει. Αν και λάτρης της μουσικής η μάνα μου – επίμονη στο να πάρω δίπλωμα στο πιάνο, πράγμα που δεν κατάφερα ποτέ – δεν με ήθελε μουσικό. Ευελπιστούσε να με στείλει Ιταλία να με κάνει αρχιτέκτονα μέχρι και που τελείωσα και το Λύκειο. Μπήκα λοιπόν στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης την επόμενη χρονιά οπότε πέρασε το δικό μου. Προτίμησα να μπω στο πεδίο της ανασφάλειας και της δημιουργικότητας ως ανήσυχο πνεύμα και να ψάξω το άλλο, αυτό που δεν είναι εύκολο αυτό που σε κάνει καλύτερο. Κάπως έτσι κέρδισα και την πολυπόθητη στήριξη της μητέρας μου που έτσι και αλλιώς δεν θα είχα καταφέρει τίποτα χωρίς αυτήν.
Το μιούζικαλ και ο χορός είναι εξίσου σημαντικά για σένα;
Πάει αρκετός καιρός που έχω να ασχοληθώ με τον χορό. Δεν νομίζω πως ήταν ποτέ μεγάλος έρωτας. Η ενασχόληση μου ήταν στα πλαίσια του μιούζικαλ και όφειλα να γυμνάσω εκτός από την φωνή και το σώμα. Αν και στην Ελλάδα το μιούζικαλ υπάρχει λίγα χρόνια μόνο, είναι ένα είδος που θα μου άρεσε να καταπιαστώ. Κατάφερα να το δω να λειτουργεί κάποια χρόνια πριν στο Μπράιτον της Αγγλίας και ένα χρόνο αργότερα στο Λονδίνο σε σκηνές στα πλαίσια performing arts. Η Βρετανία ως πρωτοπόρα στο μουσικό θέατρο όπως το γνωρίζουμε σήμερα, από τον 19ο αιώνα, είναι μια χώρα που δημιουργεί και εξάγει performers. Θα ήθελα λοιπόν στο μέλλον να δώσω 2 – 3 χρόνια από τη ζωή μου και να κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου πηγαίνοντας Αγγλία όχι πια ως θεατής κάποιας παράστασης αλλά μένοντας ως μαθητής. Θα σου φανεί αστείο αλλά στα πήγαινε έλα μου στο Λονδίνο είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω Γιαπωνέζικες ομάδες που έφεραν ένα είδος θεάτρου από τον 17ο αιώνα, εν ονόματι «Καμπούκι». Αυτό θα ήθελα να το ψάξω, έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.
Τι είδους έργα προτιμάς;
Αφήνοντας το μουσικό θέατρο γιατί αναφερθήκαμε πριν, προτιμώ έργα που ξεφεύγουν από ρεαλιστικές καταστάσεις και σκηνικές – θεατρικές συμβάσεις, με χωροχρόνο ασαφή. Έχω μεγάλη αγάπη στο αβάν – γκαρντ ρεύμα, στον μοντερνισμό. Δεν θα μπορούσα λοιπόν να μην αγαπώ το Θέατρο του Παραλόγου. Τον Σάμιουελ Μπέκετ, τον Έντουαρντ Άλμπι, τον Ζαν Ταρντιέ και φυσικά τον κορυφαίο του μοντερνισμού για μένα και αγαπημένο μου Χάρολντ Πίντερ, τον συγγραφέα με τη μεγαλύτερη ίσως επιρροή στο μεταπολεμικό θέατρο.
Υπάρχει κάποιος ρόλος που θα ήθελες κάποια στιγμή να ερμηνεύσεις;
Είναι πολλοί και σε διαφορετικά είδη θεάτρου. Σίγουρα μετά από χρόνια που θα υπάρχει περισσότερη εμπειρία, οποιοδήποτε ρόλο από έργο του Χάρολντ Πίντερ όπως και οποιονδήποτε ρόλο από έργο τον Αντωνέν Αρτώ. Πριν πολλά χρόνια είχα διαβάσει το «Για να τελειώνουμε με την υπόθεση του Θεού» και μέσα από τον Αρτώ αγάπησα περισσότερο το θέατρο και ανακάλυψα την έννοια του σουρεαλισμού. Μέσα σε άλλους διάφορους ρόλους επιλέγω τον Άλεξ από το μιούζικαλ «Aspects of Love», που αν και «ελαφρύ» σαν είδος βρήκα την απόλυτη ταύτιση στο γνωστό για κάποιους αλλά άγνωστο για πολλούς: «η αγάπη αλλάζει τα πάντα».
Ασχολείσαι με την τέχνη γενικά πέρα από το θέατρο και την μουσική;
Βρίσκομαι συνεχώς σε μια ανησυχία. Δεν έχω πέσει στην παγίδα της καταστροφοποίησης προς Θεού. Απλά τρέχω σαν να θέλω να προλάβω, να κάνω και άλλα πράγματα, να μάθω και άλλες τέχνες να ανοίξω νέες πόρτες. Δεν τα κάνω αυτά για να φτάσω κάπου για να αυτοπραγματωθώ όπως είθισται κατά τους σοφούς. Είναι μια ακόρεστη ανάγκη για κάτι καινούργιο. Έτσι σπούδασα συντήρηση έργων τέχνης, ζωγραφική / σχέδιο και φωτογραφία. Έχω άλλα εκατό πράγματα στο μυαλό μου. Μόλις οι υποχρεώσεις μου λιγοστέψουν ένα ένα θα τα υλοποιήσω.
Η όπερα πως προέκυψε στη ζωή σου;
Μου κάνει εντύπωση που με ρωτάς, είναι κάτι που γνωρίζουν ελάχιστοι. Σε κάποιο σεμινάριο πριν από οκτώ χρόνια για μιούζικαλ ο χορογράφος Chet Walker μαθητής του Bob Fosse με άκουσε στο πιάνο και μου είπε πως έπρεπε να δοκιμάσω να τραγουδήσω όπερα γιατί είχε την αίσθηση ακούγοντας με πως είμαι βαρύτονος και δεν το ξέρω. Του είχα απαντήσει πάνω στο νεαρό της ηλικίας ότι έκανε λάθος. Είχε καταλάβει ότι δεν ήθελα να “κουραστώ” ψάχνοντας το και μου απάντησε πως δεν γίνεται να μάθω να κολυμπώ και ταυτόχρονα να θέλω να κρατήσω τα πόδια μου στη στεριά. Δυο χρόνια μετά δυο συνάδελφοι σχετικοί με την όπερα μου είπαν το ίδιο και έτσι αποφάσισα να το ψάξω. Πήγα σε κάποιον δάσκαλο που μου είχαν συστήσει και έτσι ξεκίνησα προετοιμασία για το δίπλωμα μου.
Η τηλεόραση είναι στο μυαλό σου;
Δεν έχω κάνει ποτέ μου τηλεόραση μόνο αρκετές διαφημίσεις. Φυσικά και θα μου άρεσε να το δοκιμάσω και αυτό. Τα πράγματα τηλεοπτικά είναι ένα σκαλοπάτι καλύτερα από ότι ήταν πέντε χρόνια πριν, αυτό δεν σημαίνει φυσικά πως η τηλεόραση είναι σε καλή φάση. Ζει την απόλυτη νεκροφάνεια και η σήψη που βασιλεύει στους περισσότερους τηλεοπτικούς σταθμούς και στα τηλεοπτικά πλατό είναι αδιαμφισβήτητα καθρέφτης της Ελλάδας του σήμερα. Δεν μπορείς να περιμένεις θαύματα, η υποκουλτούρα του τηλεθεατή, κοιμώμενου πάντα σε ύπτια θέση, είναι αέναη. Υπάρχουν φυσικά και τηλεοπτικά προϊόντα που αποτελούν εξαίρεση, σε ένα τέτοιο προϊόν θα συμμετείχα με χαρά.
Πρωταγωνιστείς για δεύτερη χρονιά στην επιτυχημένη θεατρική παράσταση «οι 12 ένορκοι». Τι σε τράβηξε σε αυτό το έργο;
Σε όλους μας έχει συμβεί να «κατηγορηθούμε» ότι πράξαμε η είπαμε πράγματα για καταστάσεις ή ανθρώπους. Είναι μέρος της ζωής μας. Ο λόγος που επέλεξα από την πρώτη ανάγνωση να το κάνω είναι η ταύτιση μου με το παιδί. Ένα ανήλικο παιδί που από ότι μας λέει το έργο σκότωσε τον πατέρα του. Το ενδιαφέρον κατά την διάρκεια της εξέλιξης του έργου, έως και την αιτιολογημένη αμφιβολία, που αποτελεί θρυαλλίδα για την αθώωση του κατηγορουμένου, είναι ένα ταξίδι που αντέχω να το κάνω και για άλλα δύο χρόνια. Το τεκμήριο της αθωότητας είναι ξεκάθαρο, πως η αδυναμία του κατηγορουμένου ν’ αποδείξει την αθωότητά του, σε καμία περίπτωση δε δίνει το δικαίωμα στο δικαστήριο να τον καταδικάσει και δε σημαίνει ότι είναι ένοχος για κάποιο έγκλημα. Εκεί καλούμαστε εμείς, οι 12 Ένορκοι, να καταδικάσουμε ή να αθωώσουμε το παιδί. Δεν θα ξεχάσω φυσικά να αναφέρω πως επίσης σημαντικός παράγοντας, ήταν η παραγωγός και σκηνοθέτης μου Κωνσταντίνα Νικολαΐδη. Ένα κορίτσι θησαυρός, που χάρης αυτήν οι “12 Ένορκοι” οδηγήθηκαν πλησίστιοι στην επιτυχία.
Είναι προτιμότερο να αθωώσεις έναν ένοχο από το να καταδικάσεις έναν αθώο;
Με σύντομη απάντηση, δεν είναι προτιμότερο, είναι τιμιότερο. Ο Θαλής είχε πει «Όσια κρίνε», να δικάζεις δίκαια. Το έργο μας διδάσκει πως όλοι έχουμε δικαίωμα σε μια δεύτερη ευκαιρία.
Τι είδους χαρακτήρας είναι ο ένορκος που υποδύεσαι;
Παίζω τον διαφημιστή, τον Ένορκο 12, χαρακτήρας πολυσχιδής και όπως και οι υπόλοιποι, εκτός του Ένορκου 8, είμαι πεπεισμένος για την ενοχή του αγοριού. Χαρακτηριστικό του ρόλου είναι η αμφιταλάντευση της γνώμης μου, στοιχείο που πολλές φορές δημιουργεί γέλιο στο κοινό. Τον αγάπησα πολύ τον ρόλο μου, όχι αμέσως αλλά σταδιακά. Του έδωσα το χρώμα της φωνής μου, το ίδιο μου το σώμα. Μίλησα πριν για το πόσο ενδιαφέρον έχει το ταξίδι κατά τη διάρκεια του έργου. Ενδιαφέρον ταξίδι αλλά δύσκολο. Κάθε βράδυ παίζουμε με τα νεύρα μας, τη μνήμη μας, την ίδια την ψυχοσύνθεση μας. Είμαι τυχερός που δουλεύω με σπουδαίους συναδέλφους. Έχω μάθει κοντά τους τόσα πολλά.
Παράλληλα θα σε δούμε και στην παράσταση «Την λένε Εύα» στο Θέατρο Αλκμήνη. Τι πραγματεύεται αυτή η νέα αυτή παράσταση;
Πρωταγωνιστεί η Εύα Κουμαριανού, το γνωστό τρανσέξουαλ, ο τενόρος της Λυρικής Σκηνής Αναστάσιος Στέλλας που υποδύεται τον πελάτη και εγώ που υποδύομαι τον δημοσιογράφο που μπαίνω σπίτι της Εύας να της πάρω συνέντευξη. Το υπέροχο κείμενο και η σκηνοθεσία είναι του Αντώνη Μποσκοΐτη που τίποτα δεν θα γινόταν χωρίς αυτόν. Το έργο μιλάει για την σκληρή ζωή της τρανσέξουαλ Εύας Κουμαριανού, από τα αναμορφωτήρια, τις φυλακές, την πιάτσα έως την σχέση με την μάνα της, το σήμερα. Οπότε μιλάμε για ωμό ρεαλισμό. Την μουσική έχει υπογράψει ο Στέφανος Χυτήρης, τζαζίστας στη Νέα Υόρκη και γιος της Μαρίας Φαραντούρη και το τραγούδι της παράστασης η Λένα Πλάτωνος και ερμηνεύει η Τάνια Τσανακλίδου. Κάθε Κυριακή και Δευτέρα 11:30 στο Θέατρο Αλκμήνη.
Υπάρχουν άλλα σχέδια στο μυαλό σου;
Να αναφέρω πως η παράσταση «Την λένε Εύα» είναι παραγωγή της ACB PRODUCTIONS, είναι η επωνυμία της εταιρίας παραγωγής μου. Είναι η τρίτη κατά σειρά παραγωγή που κάνω. Οπότε μέχρι στιγμής τα σχέδια μου έχουν να κάνουν με την παραγωγή στο θέατρο. Τον Απρίλιο ανεβαίνουμε Θεσσαλονίκη για παραστάσεις με τους «12 Ενόρκους» και από νέα σεζόν πάλι στο Θέατρο Αλκμήνη, «Οι 12 Ένορκοι» για τρίτη χρονιά και το «Την λένε Εύα» για δεύτερη χρονιά γιατί από την πρώτη βδομάδα ήμασταν sold out και θέλουμε να την δουν όλοι.