“Η γραφεί με τρομάζει και με γοητεύει”
Η ηθοποιός και συγγραφέας Ελένη Παπαχριστοπούλου μίλησε στο Athens Art Theater και στην Άννα Χατζή για το θέατρο, τη συγγραφή, τις σπουδές της, την δημιουργία του Πολυχώρου “Εκσταν“, την συνεργασία με τον σκηνοθέτη Ζαν-Πωλ Ντενιζόν, την παράσταση “Καρέκλες” στην οποία πρωταγωνιστεί, την αγάπη, την ματαιότητα και τα επόμενα σχέδια της.
Τι σας ώθησε στο χώρο του θεάτρου;
Η πρώτη απάντηση που μου βγαίνει στην επιφάνεια, είναι το παιχνίδι με την έννοια του «παίζειν», στοιχείο χαράς, πόνου, επικοινωνίας και συμμετοχής. Σε επίπεδο συνειδητό, βλέπω το θέατρο ως πολιτική και κοινωνική πράξη. Αυτή η πεποίθηση με ώθησε σ’ αυτό. Ίσως να οφείλεται στο ότι, όταν το πρωτοξεκίνησα στο Α’ έτος τής φιλοσοφικής στη Θεσσαλονίκη, και συμμετείχα στο φοιτητικό θέατρο που δημιούργησε ο Νικόλας ο Άσιμος, ήταν ακόμα Δικτατορία. Για μας τότε το να φτιάξουμε θεατρική ομάδα στο Πανεπιστήμιο για να παίξουμε, σήμαινε παράλληλα και αγώνα κατά της Δικτατορίας.
Οι σπουδές σας στο εξωτερικό πόσο σας βοήθησαν;
Με βοήθησαν στην ανάγνωση του κειμένου και στο παίξιμο του ηθοποιού. Η διαδικασία δεν είναι να εικονογραφήσουμε ένα κείμενο, αλλά να το κάνουμε ανάγλυφο. Στο παίξιμο κυρίαρχα με βοήθησαν να απελευθερωθώ από την ταύτιση, και να βρεθώ στο άκουσμα του σώματος. Εν αρχή δεν είναι ο Λόγος, αλλά το σώμα, ήταν η ύψιστη αρχή εκεί. Η κατανόηση της σημασίας της αρμονικής συνύπαρξης τριών στοιχείων ταυτοχρόνως σε κάθε στιγμή παιξίματος. Του σώματος δηλαδή, της σκέψης, και του συναισθήματος. Η αναζήτηση δεν βρίσκεται στη φυσικότητα, αλλά στην αλήθεια. Δεν αναζητάμε το ωραίο, αλλά το σωστό. Αυτή η αντίληψη σε απομακρύνει από τον νατουραλισμό την επίδειξη και τον βολονταρισμό.
Πώς αποφασίστηκε η δημιουργία του Πολυχώρου Εκστάν;
Η ανυπαρξία κρατικής θεατρικής πολιτικής συνοδευόμενη και από έλλειψη χώρων, οδηγεί συνήθως ομάδες που αναζητούν να πειραματιστούν και να παραμείνουν ανεξάρτητες, σε προσωπικές λύσεις. Ο πυρήνας της δημιουργίας του Εκστάν ανάγεται στην Εταιρεία Θεάτρου Δικαιόπολις που είχαμε ιδρύσει πριν 30 χρόνια, όταν στις φιλοδοξίες μας, ως νέοι ηθοποιοί, ήταν να κάνουμε λαϊκό θέατρο και για να το εξερευνήσουμε διαλέξαμε αντί για τα αθηναϊκά θέατρα, να πάμε κοντά σ’ ένα λαϊκό κοινό παίζοντας σε πλατείες , σχολεία, καφενεία της ελληνικής επαρχίας. Η εμπειρία εκείνη της ομάδας μάς έδειξε την αναγκαιότητα νέων θεατρικών σπουδών. Στραφήκαμε στο εξωτερικό και ήρθαμε σ’ επαφή με μεγάλους δασκάλους του Θεάτρου. Επανεμφανιστήκαμε στο αθηναϊκό κοινό το 1994 με την επωνυμία Καλλιτεχνικό Σωματείο Πεδίον. Τα ακριβά ενοικιαζόμενα θέατρα, οδηγούν στην αφάνεια τέτοιες ομάδες. Η επιμονή όμως και το πάθος σ’ εκείνα τα συλλογικά σχέδια νεότητας μας οδήγησε σε πείσμα των καιρών, το 2010 στην δημιουργία του Εκστάν. Για να πειραματιστούμε καλύτερα, να συναντηθούμε, να ανταλλάξουμε. Και είναι ένας όμορφος , ανοιχτός και φιλόξενος χώρος , όπως τον χαρακτηρίζουν.
Εκτός από ηθοποιός είστε και φιλόλογος. Μπορούν να συνδυαστούν τα δύο αυτά επαγγέλματα;
Φυσικά. Ένα μέρος του θεάτρου ανήκει στον τομέα της φιλολογίας. Είναι το κείμενο και η δραματουργία του.
Ασχολείστε και με τη συγγραφή. Από πού εμπνέεστε τα κείμενα που γράφετε;
Η γραφή με τρομάζει και με γοητεύει. Δεν θέλω, τώρα τουλάχιστον ν’ ασχοληθώ με το γράψιμο, το απωθώ. Αν το έκανα με το θεατρικό μου έργο «Θυμάμαι», ήταν γιατί είχα σοκαριστεί από ένα πλήθος γεγονότων που είχαν εισβάλλει βίαια στις ζωές μας και μας τις ανέτρεπαν. Θέλησα να συγκρατήσω, όπως έγραψα στον πρόλογο του έργου, τις λέξεις που μοιραζόμαστε αυτά τα τελευταία χρόνια και να τις ανασυνθέσω σε αφήγηση –θέατρο.
Φέτος σας βλέπουμε στην παράσταση «Οι καρέκλες» σε σκηνοθεσία Ζαν-Πωλ ΝΤΕΝΙΖΟΝ. Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με τον Ζαν-Πωλ Ντενιζόν;
Όταν μετά από πίεση ο Πήτερ Μπρουκ αποφάσισε να ανοίξει το θέατρό του προς τα έξω, κι αυτό έγινε το 1991, ο Ζαν –Πωλ Ντενιζόν που ήταν βοηθός-αντικαταστάτης του, ορίστηκε μέσα από σεμινάρια να μεταφέρει σε ηθοποιούς το πνεύμα της δουλειάς τους. Είχα την τύχη να είμαι από τις πρώτες μαθήτριές του, και τον παρακολούθησα για τρία σχεδόν χρόνια. Η σχέση αυτή και με διοργάνωση αργότερα σεμιναρίου στην Αθήνα, καθώς και με τη σκηνοθεσία του έργου του Άλντο Νικολάϊ «Άμλετ με πικάντικη σάλτσα» (Θ. ΚΝΩΣΣΟΣ, 1996) εξελίχτηκε και σε φιλική σχέση.
Πέρυσι, όταν ζήτησα τη βοήθειά του για τη σκηνοθεσία του έργου τού Ζαν-Λουί Τιγύ «Οι τρομπέτες του θανάτου ή τα μανιτάρια», ήρθε και πάλι στην Ελλάδα και δημιούργησε με τον τρόπο που εκείνος γνωρίζει μια ωραία παράσταση που είχε να κάνει με την ανοχή και το δικαίωμα στη διαφορά.
Η επιθυμία της συνέχειας, έφερε στην επιφάνεια τις «Καρέκλες» του Ιονέσκο που ο Ζαν- Πωλ θεώρησε ότι το έργο αυτό έχει πολύ σημαντικούς λόγους για ν’ ανεβεί πάλι και γιατί θεώρησε επιπλέον ότι με το Γιάννη το Σταματίου είμαστε «τέλειοι» για τους ρόλους .
Στη σκηνοθεσία του αποτυπώνεται μέσα από την προσωπική του ευαισθησία και κουλτούρα το πνεύμα ενός θεάτρου που ανέφερα πιο πάνω. Το αποτέλεσμα φαίνεται από το πώς έχει αγκαλιάσει το κοινό και πώς έχει διαδώσει την παράσταση.
Πείτε μας λίγα λόγια για το έργο
Ένα ζευγάρι δυο γεροντάκια ζουν αποκλεισμένοι σ’ ένα σπίτι σ’ ένα νησί. Περιμένουν καλεσμένους γιατί ο άντρας πρέπει να αποκαλύψει στους ανθρώπους το μήνυμά του που θα σώσει την ανθρωπότητα. Οι καλεσμένοι φτάνουν , αλλά είναι αόρατοι. Κι ωστόσο η γριά φέρνει καρέκλες στη σκηνή, τη γεμίζει μέχρι που αυτές οι άδειες καρέκλες που συμβολίζουν αγωνίες, ανεκπλήρωτη εκδίκηση, ταπείνωση, μεταμέλεια, τύψεις, τους συνθλίβουν…
Η αγάπη είναι το ζητούμενο του έργου;
Πάλι εκεί καταλήγουμε ε; Ναι, αυτό το ζευγάρι, τα γεροντάκια αποκλεισμένα σ’ ένα κτίριο που περιβάλλεται από νερό, με μόνους παρευρισκόμενους τους αόρατους καλεσμένους και το βουβό ομιλητή, δίνουν νόημα στη ζωή τους μόνο μέσα από τη βαθιά αγάπη που τους δένει. Πόσο επίκαιρο έργο… Δεν εξαφανίζουν την ανθρώπινη φωνή σήμερα…; Δεν καταδικάζουν την ανθρώπινη ύπαρξη στη σιωπή και τη μοναξιά…;
Πού μπορεί να οδηγήσει η ματαιότητα των ανθρώπων;
Στην ύβρη σ’ όλα τα επίπεδα. Μόνο καταστροφή, θάνατο, κατάργηση των ανθρώπινων αξιών έχει επιφέρει.
Ο στόχος του έργου ποιος είναι κατά τη γνώμη σας;
Επηρεασμένη από τα κείμενα του Ιονέσκο θα έλεγα ότι οι «Καρέκλες» είναι μια συνταρακτική εξομολόγηση του συγγραφέα. Απεικονίζουν τις ουσιαστικές αγωνίες του. Ο, τι τον βασάνιζε, τα γηρατειά, ο θάνατος. Σ’ αυτά προστίθεται και το συναίσθημα της αποτυχίας στη ζωή. Αλλά το «εγώ» του συγγραφέα είναι ένα «εμείς» όπως συχνά βεβαίωνε ο συγγραφέας. Καταδικάζει λοιπόν τη θλιβερή εικόνα της ανθρώπινης ύπαρξης για να καταλήξει σ’ ένα μεταφυσικό συμβολισμό το έργο. Αλλά αυτή η προβολή στη σκηνή του εσωτερικού κόσμου γίνεται μέσα από μια κωμική διαδικασία. Γι αυτό το έργο του το χαρακτηρίζει «τραγική φάρσα». Το δράμα με την κωμωδία συνυπάρχουν.
Τα έργα του Ιονέσκο έχουν μια ιδιαιτερότητα. Πώς θα τα χαρακτηρίζατε;
Ο Ιονέσκο μαζί με τον Μπέκετ θεωρήθηκε ο κύριος εκφραστής του θεάτρου του Παραλόγου. Μιλάμε για μια σειρά έργων που εμφανίστηκαν το 1950 που ήρθαν σε ρήξη με θεατρικές συμβάσεις και που θεωρήθηκαν η πρωτοπορία του θεάτρου. Εντοπίζουμε την ιδιαιτερότητα των έργων του Ιονέσκο στην εικονοποίηση των ιδεών του, στους φωνητικούς συνειρμούς, στο ότι αποβάλλει τις έννοιες της αληθοφάνειας, της λογικής, από μια δραματουργία που εμπνέεται από το όνειρο, το ασυνήθιστο, το παράλογο. Στα έργα του που εμφανίζονται σαν αντι-θέατρο, αναγνωρίζουμε μια βαθιά ανθρωπιά. Έτσι θα τα χαρακτήριζα, βαθιά ανθρώπινα.
Υπάρχουν σχέδια για το μέλλον;
Για το μέλλον βλέπω είναι ότι «Οι Καρέκλες» έχουν δρόμο μπροστά τους… Και είμαι ευτυχής που αυτή η παράσταση στέκεται αφορμή για να ανακαλύψει κανείς ουσιαστικά τον Ιονέσκο μέσα από ένα έργο που θεωρείται πια από τα σπουδαιότερα έργα του 20ου αιώνα.