“Η ΥΠΑΡΞΗ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΘΑΥΜΑ”
Ο αξιότιμος και ταλαντούχος ηθοποιός, σκηνοθέτης και συγγραφέας Γιάννης Καλατζόπουλος μίλησε στο Athens Art Theater και στην Άννα Χατζή για την υποκριτική, την σκηνοθεσία, τη συγγραφή, την συνεργασία του με το Κ.Θ.Β.Ε, τις εμπειρίες του στη μέχρι τώρα πορεία του στο χώρο της υποκριτικής, το βιβλίο «Γιαννάκης το παιδί θαύμα», την παράσταση “Τι να σου πω Σουλτάνα μου” στην οποία πρωταγωνιστεί στο θέατρο OLVIO και τα νέα του σχέδια.
Σκηνοθέτης, συγγραφέας και ηθοποιός. Συνδυάζετε και τα τρία
ή προτιμάτε το κάθε ένα ξεχωριστά;
Ηθοποιός είναι, νομίζω, η ιδιότητά μου. Η σκηνοθεσία και η συγγραφή προέκυψαν από την ανάγκη να διερευνήσω την υποκριτική και από άλλες οπτικές γωνίες, να ανακαλύψω τον μηχανισμό που την διέπει και την κινεί.
Τα τελευταία χρόνια συνεργαστήκατε με το Κ.Θ.Β.Ε . Ήταν επιλογή σας αυτή συνεργασία;
Στην αρχή πήγα μόνο για μια σκηνοθεσία. Ανέβασα κατά την σεζόν 2010-11 τα μονόπρακτα του Τσέχωφ για το κλιμάκιο περιοδείας στη Βόρειο Ελλάδα. Λίγο πριν τελειώσει αυτή η δίμηνη συνεργασία, ο τότε Διευθυντής του ΚΘΒΕ κ. Χατζάκης μου πρότεινε να συμμετάσχω σαν ηθοποιός στην παράσταση «Μικρά Διονύσια»-ένα αφιέρωμα στα 50 χρόνια του Κρατικού και μια που θα ανήκα πλέον στο δυναμικό του θεάτρου, να σκηνοθετήσω και τον «Πήτερ Παν» για την παιδική σκηνή τον επόμενο χειμώνα. Ο «Πήτερ Παν» (όπου εκτός από την σκηνοθεσία έκανα και τον Κάπταιν Χουκ) είχε τέτοια επιτυχία που επαναλήφθηκε και τον επόμενο χρόνο. Ε, και ξέρετε τώρα, το ένα φέρνει το άλλο. Κάποιοι σκηνοθέτες με ήθελαν σαν ηθοποιό, το Θέατρο μιας και πληρωνόμουν σαν ηθοποιός μου ανέθετε σκηνοθεσίες εξοικονομώντας χρήματα, έφυγε ο Χατζάκης και ήρθε ο Βούρος… με αξιοποίησε κι αυτός, μετά ο Αναστασάκης… Δεν έχω παράπονο, έκανα 7 σκηνοθεσίες που έφεραν κόσμο στο Θέατρο, και έπαιξα σε 6 παραστάσεις μέσα σε 5 χρόνια –με το μισθό του ηθοποιού. Θεωρώ πως ήταν μια αμοιβαία επωφελής συνεργασία.
Πολλές συνεργασίες με σημαντικούς και καταξιωμένους καλλιτέχνες, τι θα λέγατε ότι αποκομίσατε από αυτές;
Πάρα πολλά. Τα συνοψίζω σε δύο: την πεποίθηση ότι το Θέατρο είναι μια «μαγική» τέχνη, και την επίγνωση ότι είναι ένα πολύ σκληρό και ανταγωνιστικό επάγγελμα.
Το βιβλίο «Γιαννάκης το παιδί θαύμα» το οποίο και γράψατε. Είναι ένα μυθιστόρημα που αφορά την μέχρι τώρα πορεία σας στο χώρο;
Όχι ακριβώς. Είναι ένα… μυθ-υστέρημα που μιλάει για έναν άνθρωπο ο οποίος μου μοιάζει αρκετά, αλλά δεν είμαι εγώ. Έναν άνθρωπο που τα παιδικά του «κατορθώματα» στο θέατρο τον δυσκολεύουν να προσαρμοστεί σ’ έναν κόσμο τόσο χρηματο-κεντρικό.
Πρωταγωνιστείτε στην παράσταση «Τι να σου πω Σουλτάνα μου» στο θέατρο OLVIO. Τι σας ώθησε σε αυτή τη σκηνοθεσία αλλά και ερμηνεία;
Η ανάγκη να μοιραστώ με το Κοινό κάποια τραύματα αλλά και κάποια όνειρα, γιατί πιστεύω ότι μόνο όταν μοιράζεσαι τον εαυτό σου μπορείς να τον κατανοήσεις και να τον εξελίξεις.
Τι θέλετε να πείτε μέσα από αυτό το έργο;
Δε θέλω να πω τίποτα βαρύγδουπο ή κοσμοϊστορικής σημασίας. Ότι η ύπαρξή μας είναι ένα θαύμα και αξίζει να την αντιμετωπίζουμε σαν κάτι θαυμάσιο και μοναδικό.
Η Σουλτάνα είναι υπαρκτό πρόσωπο ή συμβολίζει κάτι;
Ναι, η Σουλτάνα είναι υπαρκτό πρόσωπο. Αλλά πολύ σωστά μαντέψατε ότι συγχρόνως συμβολίζει και κάτι: αυτό το «άπιαστο» κομμάτι της ζωής μας που όλο το πλησιάζουμε και όλο απομακρύνεται, κάνοντάς μας να προχωράμε –έστω και λίγο.
Η παράσταση είναι βασισμένο απόλυτα στο βιβλίο «Γιαννάκης το
παιδί θαύμα»;
Όχι, αν και περιλαμβάνει κάποια στοιχεία του. Ξεκίνησα να γράφω ένα δεύτερο μυθιστόρημα με τίτλο «Τα φιλιά της Σουλτάνας», αλλά στην πορεία ένιωσα ότι θα ήταν καλύτερο όχι σαν ανάγνωσμα αλλά σαν μια προσωπική, ζωντανή εξομολόγηση μπροστά στο Κοινό.
Είστε από τους ηθοποιούς με μία σπουδαία πορεία στο χώρο της υποκριτικής. Τι έχετε ξεχωρίσει από τη δουλειά σας μέχρι σήμερα και πως θα χαρακτηρίζατε το θέατρο σήμερα;
Σας ευχαριστώ, αλλά φοβάμαι ότι δεν έχω κάνει σαν ηθοποιός την πορεία που θα ήθελα και που ίσως θα μπορούσα. Έχω αγαπήσει πολύ όλους τους ρόλους που έπαιξα και, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, αγάπησα πιο πολύ τους μικρότερους ρόλους. Μάλλον γιατί μου έδωσαν την ευκαιρία να τα βάλω με τον εγωισμό μου, να αναμετρηθώ με την ματαιοδοξία του ηθοποιού και να διαπιστώσω πως δεν είναι ανίκητη. Πως μπορείς όχι να «κλέβεις» αλλά να συμβάλλεις στην απογείωση μια παράστασης λέγοντας μόνο 7 ατάκες. Και αυτό δυστυχώς είναι κάτι που λείπει όλο και περισσότερο από το θέατρο τα τελευταία χρόνια, καθώς ο ανταγωνισμός γίνεται ολοένα και σκληρότερος. Όσο το Θέατρο απομακρύνεται από την ενεργητική του φύση (Θέα-τρο: όπως άρο-τρο, πλήκ-τρο, ρόπ-τρο κλπ, με την κατάληξη –τρο, που σημαίνει εργαλείο) και γίνεται Θέαμα (με την παθητική κατάληξη –μα, όπως χρή-μα, θύ-μα, πράγ-μα, πιώ-μα, λειώ-μα) δηλαδή κάτι που καταναλώνεται παθητικά και άκριτα, τόσο και ο ηθοποιός θα μετατρέπεται από πνευματικό δημιουργό σε άλογο κούρσας.
Έχετε μετανιώσει για κάποιες από τις επιλογές σας όλα αυτά τα χρόνια;
Ευτυχώς όχι. Από όλες κάτι ωφελήθηκα –έστω και το δίδαγμα «δε θα το ξανακάνω» που είπα μια-δυο φορές.
Υπάρχει κάτι το οποίο θα θέλατε να κάνετε και δεν το έχετε κάνει;
Βέβαια. Υπάρχουν δυό-τρία έργα που θα ήθελα να ανεβάσω πριν τελειώσω την πορεία μου, γιατί πιστεύω ότι έχουν κάτι σημαντικό να πουν στον σύγχρονο θεατή που βολοδέρνει ανάμεσα στη Σκύλλα των σκυλάδικων και στη Χάρυβδη της δηθενιάς, της ψευδο-κουλτούρας. Αλλά είναι πολυπρόσωπα και δεν έχω λεφτά να κάνω μόνος μου την παραγωγή. Κι αυτοί που έχουν λεφτά δικά τους ή διαχειρίζονται το δημόσιο χρήμα, δεν επενδύουν σε τέτοια έργα επειδή αυτό που έχουν να πουν είναι εναντίον τους.
Υπάρχουν σχέδια για τη συνέχεια της σεζόν;
Κάνω ήδη πρόβες για δύο παραστάσεις που θα ανέβουν στο ΑΓΓΕΛΩΝ ΒΗΜΑ της οδού Σατωβριάνδου. Στα μέσα Ιανουαρίου θα αρχίσει να παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη το «8 τρόποι για να πεις αντίο» της Ιαπωνο-Καναδής Μιέκο Ούσι, το οποίο σκηνοθετώ, και παίζω μαζί με την Κατερίνα Μάντζιου. Είναι μια αληθινή ιστορία από τη ζωή του Βιβάλντι, μια ιστορία αγάπης αλλά και εκπόρνευσης. Και στα τέλη του ίδιου μήνα, στο ίδιο θέατρο αλλά Σαββατοκύριακα, ανεβαίνει το «Με κάρυ και κύμινο» του Ινδού Ρούντρα Αλβάρ, σε σκηνοθεσία του Αυγουστίνου Ρεμούνδου. Σ’ αυτό το έργο κάνω έναν αφοσιωμένο και μυστηριώδη υπηρέτη μιας αριστοκρατικής Ινδικής οικογένειας που την αποτελούν η Βάνα Παρθενιάδου, η Στέλλα Δρογγίτη, η Σίσσυ Ιγνατίδου και ο Αυγουστίνος Ρεμούνδος, ενώ χορεύει στην παράσταση η Μάτα Μάρα που μας διδάσκει και τις πολύ ιδιαίτερες χορογραφίες, τύπου Bollywood!