ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ 2015-2016

“ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΤΑΛΕΝΤΟ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΜΕ ΤΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ”

Ο σπουδαίος  και αγαπημένος σε όλους μας τραγουδιστής Μιχάλης Βιολάρης μίλησε στην Άννα Χατζή και στο Athens Art Theater για την μουσική, τις σπουδές του, τα πρώτα μουσικά του βήματα, το “Νέο Κύμα”, τα τραγούδια και τις συνεργασίες του, τη νέα γενιά και τα νέα ακούσματα, την σημερινή κατάσταση .

Πότε ξεκινήσατε να γράφετε τραγούδια και να τραγουδάτε;
Πρώτα ξεκίνησα με την σύνθεση ορισμένων τραγουδιών σε κυπριακή διάλεκτο, όπως το «ούλα χαλάλι σου», το 1965. Στην Αθήνα ήμουν από το 1962 ως πρωτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής,. Ενδιάμεσα, είχα επισκεφτεί διάφορους χώρους, όπου μπορεί να υπήρχε μία καινοτομία στο τραγούδι. Για παράδειγμα, το 1963 είχα βρεθεί στο Rex Κοτοπούλη όπου ανέβηκε το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη και του Μίκη Θεοδωράκη στην «Γειτονιά των Αγγέλων». Αυτός ο χειμώνας του 1963 ήταν σημαντικός και μου άλλαξε κάποια δεδομένα όσον αφορά στα ακούσματα που είχα στην Κύπρο. Ακούγοντας τέτοια τραγούδια αισθάνθηκα ότι αυτή η μουσική είναι κάτι διαφορετικό, είναι «ποίηση». Το καλοκαίρι του 1963, η «Άπονη Ζωή» και η «Φτωχολογιά» του Σταύρου Ξαρχάκου αποτέλεσαν το επιστέγασμα αυτού του είδους τραγουδιού που άκουσα εγώ τότε. Και ενώ στην Κύπρο, τα ακούσματά μας ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Σοφία Βέμπο, η Μαριάννα Χατζοπούλου και ο Τώνης Μαρούδας, ερχόμενος στην Αθήνα για το δεύτερο έτος της Φιλοσοφικής, άκουσα αυτά τα τραγούδια και συνέβαλαν στο να αλλάξουν η μουσική μου πορεία και ο προσανατολισμός μου.

Όσον αφορά στις σπουδές σας, θέλατε πάντα να ασχοληθείτε με την φιλοσοφία;
Ναι, οπωσδήποτε. Ακόμα και τώρα, έχω διαφορετικά ενδιαφέροντα πέρα από το τραγούδι. Μου αρέσει να ασχολούμαι με την φιλοσοφία, με την γλώσσα, με τον Όμηρο, με όλα αυτά.

Το τραγούδι σάς απορρόφησε από μικρό παιδί; Από όσο θυμάστε τον εαυτό σας, πάντα λατρεύατε τη μουσική;
Είχα ένα ταλέντο το οποίο φάνηκε στο χωριό με ένα ραδιόφωνο που υπήρχε. Δεν είχαμε κάτι άλλο, παρά μόνο αυτό. Θυμάμαι ότι, όταν ήμουν μικρός, πήγαινα σε αυτό το ραδιόφωνο, άκουγα ένα τραγούδι και μετά γυρνούσα σπίτι και το έλεγα. Συγκρατούσα τη μουσική, αλλά και τον στίχο. Μπορούσα να μάθω ένα τραγούδι από τη μία φορά που θα το ακούσω και απορούσα πώς το κατάφερνα. Οπότε από το χωριό μας, είχα δείξει δείγματα ενός ταλαντούχου παιδιού. Μετά, όταν μετακομίσαμε στη Λάρνακα (που ήταν μία μεγαλούπολη τότε ενώ εμείς μέναμε σε ένα χωριό περίπου χιλίων κατοίκων), γράφτηκα στο Εθνικό Ωδείο Λάρνακας, το οποίο ήταν παράρτημα του Εθνικού Ωδείου Αθηνών με τον Μανώλη Καλομοίρη. Τελειώνοντας το σχολείο το 1962, ήρθα να μείνω στην Αθήνα και γράφτηκα στο Πανεπιστήμιο.

Πολλοί ταλαντούχοι τραγουδιστές και συνθέτες κατάγονται από την Κύπρο. Ποια είναι η άποψη σας;
Πιστεύω ότι οι συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί τότε μας έδωσαν την ώθηση και την άνεση σε εμάς τους παλαιούς σε λιγότερο βαθμό σε σχέση με τους νεότερους ώστε να σπουδάσουμε. Οι γονείς μας δούλεψαν αρκετά για να έχουμε την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσουμε. Γι’ αυτό και αναφέρομαι κυρίως στους νεότερους, οι οποίοι βοηθήθηκαν περισσότερο από αυτές τις συνθήκες. Οι νεότεροι έχουν περισσότερη άνεση γιατί μπορούν να ξεκινήσουν από σχολές της Αμερικής, της Αγγλίας ή ακόμα και της Ρωσίας. Προσωπικά, γνωρίζω πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι ξέχωρα από το ταλέντο, έχουν βγάλει σημαντικές σχολές, οπότε έχουν τα προσόντα και το υπόβαθμο ώστε να αναδειχθούν. Δεν είναι δηλαδή ότι έχουμε απλά ένα ταλέντο και προχωράμε. Δίπλα στο ταλέντο, προσθέτουμε τα προσόντα και την εργασία. Η Κύπρος, λοιπόν, πάντα παρείχε αυτή τη δυνατότητα. Οι γονείς μας δούλεψαν σκληρά, και στερήθηκαν αρκετά πράγματα για να στείλουν τα παιδιά τους σε ανώτατες σχολές. Αυτό είναι το ωραίο.

Η δημιουργία του «Νέου Κύματος» πώς προέκυψε; Πώς έγινε αυτή η ομάδα;
Το «Νέο Κύμα» ξεκίνησε ουσιαστικά πριν αρχίσω να τραγουδάω. Εγώ εμφανίστηκα στην «Παράγκα» με την Καίτη Χωματά το 1967, λίγο πριν από την έναρξη της δικτατορίας. Κλείσαμε για δύο μήνες και μετά ξεκίνησα να ακολουθώ αυτό το ας το πούμε… “κίνημα” του καλού ελληνικού τραγουδιού το οποίο ήταν συνέχεια μίας άλλης μουσικής. Δεν ήταν τραγούδια ακριβώς της ξενιτιάς σαν και αυτά που ακούγαμε εμείς, δεν είχαν το έρεισμα αλλά είχαν μεγάλη επιρροή από την Ευρώπη. Πολλά ήταν, για παράδειγμα, τανγκό ή μεταποιημένα τραγούδια με ελληνικούς στίχους. Βέβαια, υπήρχε και η Βέμπο με το θέατρό της και το σύζυγό της που μπορούσαν να ερμηνεύσουν τραγούδια με ελληνικούς στίχους τα οποία σημείωσαν μεγάλη επιτυχία, όπως το «παιδιά της Ελλάδος παιδιά», «βάζει ο Ντούτσε τη στολή του». Αναφέρομαι, λοιπόν, σε αυτή την εποχή. Μετά το 1963, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζηδάκις και μετέπειτα ο Σταύρος Ξαρχάκος, άρχισαν να δείχνουν κάποια δείγματα γραφής τα οποία αντιπροσώπευαν τους ανθρώπους εκείνης της εποχής. Έτσι λοιπόν, το 1967 μπήκα και εγώ σε αυτό το λεγόμενο «Νέο Κύμα», το οποίο ξεκίνησε από μία εταιρία, τη «Λύρα» με τον Πατσιφά που είχε μεγάλες φιλίες με τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Νίκο Γκάτσο, τον Γιάννη Ρίτσο και ήταν μέτοχος σε ένα βιβλιοπωλείο στην Καραγιώργη Σερβίας, όπου κατά κάποιον τρόπο μετέφερε την παιδεία του και τη συνεργασία που είχε με τους ποιητές ή διάφορους άλλους συγγραφείς στο βιβλίο του. Έτσι ξεκίνησε η έκδοση πολλών δίσκων ή βιβλίων με τους ίδιους τους ποιητές να απαγγέλνουν δικά τους ποιήματα. Έτσι βρεθήκαμε σε έναν χώρο που μας ταίριαζε. Εγώ, δηλαδή, που ξεκίνησα το 1968 αισθανόμουν ότι έκανα το μεταπτυχιακό μου. Το «Νέο Κύμα» ήταν ένας όρος που δημιουργήθηκε από την εταιρία αυτή ως… «Νέο Κύμα στο ελληνικό τραγούδι». Υπήρχε το έντεχνο τραγούδι του Θεοδωράκη, του Χατζηδάκι και μετέπειτα του Ξαρχάκου με πολλά όργανα και λαϊκή χροιά, αλλά το «Νέο Κύμα στο ελληνικό τραγούδι» από την μία συνέχισε την «ποίηση» που είχαν αυτοί οι τρεις μεγάλοι συνθέτες, ωστόσο από την άλλη ήταν πιο αφαιρετικό. Παιζόταν το τραγούδι με ένα πιάνο, μια κιθάρα και ένα βιολοντσέλο ή ένα φλάουτο. Ήταν αφαιρετική μουσική, όχι πολυφωνική, δεν υπήρχαν δηλαδή δέκα ή δεκαπέντε όργανα.

Οι πολιτικές εξελίξεις που συνέβηκαν στην Ελλάδα και στην Κύπρο πόσο επηρέασαν τη δουλειά σας και τη ζωή σας;
Τον Απρίλιο του 1967 έκλεισαν όλα τα μαγαζιά, οπότε και οι «μπουάτ» οι οποίες άνοιξαν πάλι μετά από ένα-δυο μήνες. Όπως αναμενόταν, άρχισε μία λογοκρισία στα τραγούδια, οι στιχουργοί και οι ποιητές υπέβαλαν τα τραγούδια τους σε μία επιτροπή του Υπουργείου Παιδείας και κάποιοι άνθρωποι τους έβαλαν σε αυτή τη θέση για να κάνουν λογοκρισία ας πούμε στον Ελύτη, στον Γκάτσο και σε άλλους. Πολλές φορές αυτοί οι άνθρωποι δεν ήξεραν τι διαβάζουν και άλλαζαν κάποιες λέξεις, ανάλογα με το το φόβο που ένιωθαν ότι μπορεί κάτι να προκληθεί από αυτό το ποίημα ή το τραγούδι. Οπωσδήποτε ήταν κάπως αστείο αυτό που συνέβαινε και έτσι οι ποιητές ή οι στιχουργοί προσπαθούσαν να γράψουν κάποια τραγούδια προσέχοντας πολύ μην αφήσουν αιχμές εναντίον της δικτατορίας. Πολλές φορές όμως οι ποιητές έγραφαν και οι στίχοι τους υπονοούσαν ή υπαινίσσονταν πράγματα τα οποία οι άνθρωποι της επιτροπής τα περνούσαν, πολύ απλά γιατί δεν καταλάβαιναν τι έλεγαν».

Περνώντας στη σημερινή εποχή, πώς βλέπετε τους νέους καλλιτέχνες, τη μουσική; Υπάρχουν διαφορές σε σχέση με τη δική σας εποχή;
«Νομίζω ότι μετά τον «θάνατο» των ελληνικών εταιριών που έκαναν μεγάλη δουλειά στο ελληνικό τραγούδι και άφησαν πίσω τους ανεπανάληπτα μουσικά ακούσματα εξαλείφθηκε πλέον και το καλό ελληνικό τραγούδι. Τώρα έχουν δώσει την θέση τους στις πολυεθνικές εταιρίες που ενδιαφέρονται μόνο για τα χρήματα. Αυτό έχει ως συνέπεια να μην υπάρχει σήμερα ένας Έλληνας παραγωγός που να ενδιαφέρεται για την ποιότητα του τραγουδιού.
Βέβαια, σιγά σιγά το τραγούδι πήρε μία άλλη μορφή, δηλαδή δεν έχει καθόλου στίχο, είναι άνευ περιεχομένου και οι διευθυντές των διαφόρων πολυεθνικών εταιριών αναγκάστηκαν να γράψουν τραγούδια «μίας χρήσεως» με μοναδικό σκοπό το κέρδος. Το αποτέλεσμα ήταν οι άνθρωποι να μην αγαπήσουν τα τραγούδια, τα οποία δεν είναι πλέον διαχρονικά, δεν πάνε δηλαδή στο… στόμα του ελληνικού λαού. Πλέον, όλα τα τραγούδια έχουν τον ίδιο ρυθμό και αυτό γιατί τους ενδιαφέρει να είναι ρυθμικά, να χορεύονται αλλά δεν κοιτούν τον στίχο. Με λίγα λόγια, γίνεται μία δουλειά… άρπα-κόλλα, με τραγούδια που ακούγονται για έξι με οχτώ μήνες και μετά εξαφανίζονται. Και αν υπάρχουν και ένα-δύο συνθέτες που θέλουν να γράψουν πιο ποιοτικά τραγούδια, αναλαμβάνουν εκείνοι τα έξοδα, εξαιτίας και της έλλειψης αυτών των εταιριών. Άλλοι πάλι προτιμούν να βλέπουν τα τραγούδια τους στο youtube, προκειμένου να συνεχίσουν να βρίσκονται στο μουσικό στερέωμα. Αυτή η ωραία άμιλλα που υπήρχε κάποτε, με τη συνεργασία πολλών μεγάλων στιχουργών και ποιητών, δυστυχώς δεν υπάρχει πλέον. Επίσης, στη δική μου εποχή εξέλειπαν και οι χώροι όπου πωλούσαν τα τραγούδια. Για παράδειγμα, σήμερα τραγούδια πωλούνται ακόμα και στα περίπτερα, δηλαδή δεν έχουν εξώφυλλα, δεν έχουν αυτή την αίγλη που είχαν πιο παλιά, όπου υπήρχαν ζωγράφοι, που… ζωγράφιζαν τα εξώφυλλα. Φανταστείτε, λοιπόν, την διαφορά. Σήμερα, δεν υπάρχει λόγος να πάρεις ένα CD, το κατεβάζεις από το Διαδίκτυο και το έχεις. Επομένως, δεν υπάρχει ούτε οικονομικό κίνητρο για να μαζευτούν κάποιοι στιχουργοί και κάποιοι τραγουδιστές, ώστε να γίνει μία σημαντική δουλειά».

Εσείς, σήμερα, βγαίνετε να διασκεδάσετε και να ακούσετε τα νέα παιδιά να τραγουδούν;
«Σε αυτούς τους χώρους στους οποίους ακούγονται «παράξενα» τραγούδια, όπου αναφερθήκαμε πριν, δεν με ενδιαφέρει πλέον να πηγαίνω γιατί πιο παλιά που είχα πάει μία-δύο φορές, είχα απογοητευτεί από τα ακούσματα, την ένδυση και γενικά δεν μου αρέσει να πηγαίνεις σε ένα τραγουδιστή για να τον… δεις και όχι για να τον ακούσεις. Το θέμα είναι να πας να ακούσεις έναν τραγουδιστή και όχι να δεις, για παράδειγμα, μία κοπέλα να γδύνεται. Αυτά τα πράγματα δεν με εκπροσωπούν και γι’ αυτό τα αποφεύγω. Αν όμως υπάρχει κάπου μία μουσική σκηνή από νέους ανθρώπους της τέχνης που προσπαθούν να κάνουν μία σοβαρή δουλειά βασισμένη σε ερμηνευτές μεγάλου βεληνεκούς, τότε θα παρευρεθώ, έχοντας πρώτα βεβαιωθεί ότι δεν θα πεταχτούν λουλούδια ή άλλα αντικείμενα στους τραγουδιστές. Γιατί, έχω ακούσει τραγουδιστή, σήμερα, να λέει ότι του πέταξαν παγάκια και είναι κάτι που του αρέσει. Αυτά δεν συνέβαιναν στην δική μου εποχή. Πιστεύω ότι αυτός είναι ξεπεσμός και για τη μουσική και για τον στίχο, αλλά και γενικά για τους χώρους διασκέδασης. Όλα αυτές οι καταστάσεις με οδηγούν στο να επιλέγω ένα-δύο πράγματα τα οποία με ενδιαφέρουν και στα οποία δίνω το «παρών», ακόμα και σε νεότερους ερμηνευτές. Ή θα προσπαθήσω να αντικαταστήσω αυτό τον τρόπο διασκέδασης με κάτι άλλο, όπως είναι το να πάω να παρακολουθήσω μία αξιόλογη θεατρική παράσταση. Είναι ένας τρόπος να καλυφθεί το κενό που μου δημιουργεί η τωρινή κατάσταση της μουσικής, η οποία δεν με εκφράζει».

Πάντως, είναι γεγονός ότι διεξάγονται ακόμα πολλές εκδηλώσεις και αφιερώματα στα οποία ερμηνεύονται παλιά τραγούδια, τα οποία έγραψαν ιστορία και είναι «αθάνατα». Πώς εξηγείτε αυτό το φαινόμενο;
Αυτό συμβαίνει γιατί υπήρξαν μεγάλοι συνθέτες οι οποίοι μάς άφησαν τραγούδια που ο χρόνος τα κράτησε. Είναι τραγούδια τα οποία ταυτίζονται με την κληρονομιά μας, με τη δημοτική μας μουσική, με την ιστορία και την πορεία του ελληνικού λαού. Τα τραγούδια αυτά έχουν συνδέσει την παράδοση με το ταλέντο του κάθε καλλιτέχνη ή του εκάστοτε δημιουργού. Τα τραγούδια αυτά συνοδεύουν την Ελλάδα και θα συνεχίσουν να την συνοδεύουν. Έτσι, οι νέοι τραγουδιστές πολλές φορές χρησιμοποιούν αυτά τα τραγούδια για διάφορα αφιερώματα και τα τραγουδούν σε διάφορες εκδηλώσεις αφενός για να δώσουν υπόσταση στην βραδιά τους και αφετέρου γιατί ενδεχομένως να αγαπούν τα παλιά τραγούδια. Όμως, αυτοί που όντως αγαπάνε τα τραγούδια αυτά φαίνονται από το σεβασμό που τους δείχνουν και από τον τρόπο που τα παρουσιάζουν όταν κάνουν τα αφιερώματα. Προσωπικά, στηρίζω αυτές τις προσπάθειες και μάλιστα και εγώ με την ίδια λογική προχωράω. Δηλαδή, στα αφιερώματα που λαμβάνω μέρος, ξεκινάμε στο πρώτο μέρος με τα τραγούδια που μας έχουν καταξιώσει και στο δεύτερο μέρος επιλέγουμε τραγούδια τα οποία έχουν αφήσει ένα μεγάλο απόηχο τόσο σε μένα όσο και στον ελληνικό λαό.

Είστε αισιόδοξος για το μέλλον και για όλα αυτά που συμβαίνουν τώρα στην χώρα μας;
Δυστυχώς δεν είμαι αισιόδοξος. Ξημερώνει η μέρα και αναρωτιέσαι: «τι θα μας κόψουν σήμερα;», «θα μπορούμε αύριο να πάρουμε 100 ευρώ για να ζήσουμε;». Υπάρχει μία τέτοια ανασφάλεια, ενώ δεν έχει αλλάξει η νοοτροπία η οποία μας έφερε σε αυτό το σημείο. Δηλαδή, βλέπεις, για παράδειγμα, στη Βουλή να μιλάνε με κάποιες «αγοραίες» εκφράσεις, τον έναν να μισεί τον άλλο για μία… καρέκλα και γενικά όλα αυτά δείχνουν ότι δεν υπάρχει η ωριμότητα που χρειάζεται, ώστε να κάνουμε κάποια βήματα μπροστά, να προχωρήσουμε με μόνη σκέψη την Ελλάδα. Πρέπει, επιτέλους, να περιοριστεί η ανεργία, ειδικά στους νέους ανθρώπους. Γενικά, έχει δημιουργηθεί ένα κλίμα μεγάλης ανασφάλειας η οποία μάς ακολουθεί τα τελευταία χρόνια.

Γεννήθηκα στη Ρόδο το 1992 και κατάγομαι από την μικρή αλλά πανεμορφη Σύμη. Είμαι απόφοιτη της σχολής Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε του τμήματος μηχανολογίας Αθηνών. Κατα τη διάρκεια των φοιτητικών μου χρόνων και συγκεκριμένα την χρονική περίοδο 2012-2015 υπήρξα μαθήτρια - ακροάτρια της Δραματικής σχολής του Ιάσμου. Η συχνή επαφή με το θέατρο και η παρακολουθηση θεατρικών παραστάσεων με οδήγησαν στην δημιουργία του θεατρικού Σάιτ Athens Art Theater καθώς συνειδητοποίησα την μαγεία του θεάτρου και την συμβολή του στην καθημερινότητα μας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *