“Το σήμερα του Γκόγκολ, είναι το πάντα της ανθρωπότητας.”
Ο Γιώργος Χουλιάρας μίλησε στο Athens Art Theater και στην Άννα Χατζή για την παράσταση «Παλτό» στο θέατρο «Αργώ» η οποία συνεχίζεται για 2η χρονιά, τον ρόλο τον οποίο υποδύεται, το έργο και τη διαχρονικότητα του, τα βραβεία με τα οποία έχει τιμηθεί μέχρι σήμερα, τις συνεργασίες του με ξεχωριστούς καλλιτέχνες από το χώρο της τέχνης, τα κριτήρια με τα οποία επιλέγει έναν ρόλο και ένα έργο, τη σκηνοθεσία, την τηλεόραση και τα επόμενα του σχέδια.
2η χρονιά για την παράσταση «Παλτό» στο θέατρο «Αργώ». Τι σας ώθησε στην επιλογή αυτού του έργου;
Επιτρέψτε μου πριν μπω στο θέμα μας, να σας ευχαριστήσω θερμά για τη δυνατότητα που μου δίνετε να επικοινωνήσω με εσάς και τους αναγνώστες σας μέσα από το site σας. Σε πολύ δύσκολες και ως εκ τούτου προκλητικές για το θέατρο εποχές, είναι σημαντική η υποστήριξή σας και αυτό εκτιμάται δεόντως. Στην ερώτησή σας τώρα, να ξεκινήσω με το πρώτο σκέλος της που αφορά τη 2η σεζόν μας. Αφουγκραστήκαμε προσεκτικά την προσωπική & συλλογική αίσθηση, την επί της ουσίας εικόνα και την εν γένει εντύπωση όπως μας επικοινωνήθηκε και μεταφέρθηκε από το κοινό που μας τίμησε με την παρουσία και τα σχόλιά του, κι αυτό στάθηκε αιτία και αφορμή που μας βοήθησε να αντιληφθούμε και να νιώσουμε ότι το πόνημα και η προσπάθειά μας να μεταφέρουμε αυτό το τόσο ιδιαίτερο έργο του Γκόγκολ στη σκηνή, είχε αγαπηθεί, είχε κινήσει ενδιαφέρον και είχε νόημα να συνεχιστεί. Παράλληλα, ως καλλιτέχνες νιώσαμε μια βαθιά σύνδεση των νοημάτων του έργου με την εποχή μας και αυτό συμπλήρωσε την απαραίτητη ώθηση που λάβαμε από τον κόσμο για να προχωρήσουμε παρακάτω.
Τώρα σε ότι αφορά την επιλογή του έργου, υπήρξαν διάφορες συνισταμένες που μας οδήγησαν στη μελέτη και την παράστασή του. Αρχικά το γεγονός ότι στην Ελλάδα έχει ανέβει ελάχιστες φορές στο επαγγελματικό θέατρο, μας γέννησε απορίες και μια έμμεση «πρόσκληση» να ασχοληθούμε μαζί του, με τα νοήματα και τα μηνύματά του και σε σχέση με την εποχή μας και τους ανθρώπους της. Έπειτα, παρατηρήσαμε ότι το θέματα που διαπραγματεύεται δεν απέχουν καθόλου από αυτό που σήμερα βιώνουμε στον υπερθετικό βαθμό(συστημική κονσερβοποίηση και κονιορτοποίηση του ανθρώπου, bullying, κατακρεούργηση της προσωπικότητας και της διαφορετικότητας, εκβιασμός της ανάγκης, υπαρξιακή αποξένωση και αποχαύνωση, κατάχρηση εξουσιών , αδιαφορία για τα δικαιώματα και τις ανάγκες των άλλων, προσωπική και κοινωνική συντριβή μέσα στα κοινωνικά γρανάζια και τέλματα και άλλα παρεμφερή πέραν των προαναφερθέντων). Κλείνοντας, δεν μπορέσαμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι Το Παλτό αποτελεί ένα αριστουργηματικό έργο-σταθμό για την παγκόσμια λογοτεχνία, το οποίο δίνει στον αναγνώστη και τον καλλιτέχνη που τον ενδιαφέρει να ασχοληθεί με αυτό, τη δυνατότητα να το επεξεργαστεί μέσα από πολλές διαφορετικές καλλιτεχνικές και θεατρικές τάσεις και μορφές τέχνης. Αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι το συγκεκριμένο έργο θεωρείται η απαρχή του ρεαλισμού στην ρώσικη λογοτεχνία και φέρει με εξαιρετικά περίτεχνο τρόπο την έννοια της αφαιρετικής λογικής, η οποία έμελλε να απασχολήσει τον ερχόμενο αιώνα όλα τα ρεύματα -μεταξύ πολλών άλλων τον σουρεαλισμό, τον εξπρεσιονισμό, το θέατρο του παραλόγου.
Πείτε μας λίγα λόγια για την παράσταση και τον ρόλο σας.
Ξεκινώντας την ερευνητική μου διαδικασία και μελέτη, τόσο μόνος μου (σε ότι αφορά τα κομμάτια της σκηνοθεσίας, της σκηνικής σύνθεσης και της διδασκαλίας υποκριτικής) όσο και με τους συνεργάτες μου που συνεισέφεραν γενναιόδωρα και αφειδώς σε όλα τα προαναφερθέντα κομμάτια, επέλεξα να επεξεργαστώ την έννοια της αφαίρεσης όπως την εισέπραξα από τον συγγραφέα, σε σχέση με το τι μου παρέχει ως πληροφορία, υπαρκτό και γεγονός. Αυτός ο δρόμος, με οδήγησε στο να εξωτερικεύσω μια αμιγώς προσωπική έκφραση μετάδοσης της παραστατικής εικόνας του έργου, η οποία με έστρεψε σε μια διάθεση και μια πρακτική εξπρεσιονιστική (δηλαδή μια επιθετική και κοφτή λογική της εκφοράς του λόγου και του σώματος, μια αίσθηση ανθρώπινης και υλικής φόρμας επί σκηνής με γωνίες και αιχμές, μια αίσθηση αφαίρεσης υλικής και πνευματικής η οποία σε συνδυασμό με το «κρύο» περιβάλλον στο οποίο κινούνται και ζουν οι ήρωες, λαμβάνει διαστάσεις ενός κόσμου ο οποίος υφίσταται απλά, λιτά, σκληρά και άγρια). Με οδηγό αυτό το ρεύμα, εργαστήκαμε πολύ ομαδικά και με έντονο το πνεύμα της αλληλεπίδρασης στη δημιουργική διαδικασία, ούτως ώστε να βρούμε τον κατάλληλο τρόπο απόδοσης του έργου. Είναι σημαντικό να σταθώ για άλλη μια φορά στο γεγονός ότι όλοι οι συντελεστές βοήθησαν τα μέγιστα και εξαντλήσαμε ένα μεγάλο εύρος συζητήσεων, προτάσεων και δράσης για να κατασταλάξουμε στον τρόπο με τον οποίο ανεβάσαμε αυτό το έργο(ειδικότερα ο Ευθύμης ο Μπαλαγιάννης που κρατά το ρόλο του κεντρικού ήρωα και με τον οποίο μαζί αρχικά οραματιστήκαμε το project για το Παλτό και ο Γιώργος ο Κουσκουλής που έχει κάνει τη θεατρική μεταφορά) και γι’ αυτό τους ευχαριστώ πολύ όλους ως ομάδα και τον καθ’ έναν ξεχωριστά.
Στα του ρόλου μου τώρα και με την ευθύνη της σκηνοθεσίας η οποία είναι τεράστια και ιερή απέναντι στους συναδέλφους μου για το σωστό ξεδίπλωμα της δουλειάς μας, επέλεξα να κρατήσω έναν μικρό-χαρακτηριστικό ρόλο, αυτόν του Ράφτη Πετρόβιτς, ο οποίος αποτελεί με έναν ιδιαίτερο τρόπο μια φιγούρα με τεράστιο ενδιαφέρον: αιρετική στον τρόπο ζωής του, αλληγορική ως «δημιουργός» του Παλτό, δηλαδή ενός πρωτίστως «υλικού ονείρου», και συμβολική στις ανθρώπινες σχέσεις και τους μικρόκοσμους των ανθρώπων που βρίσκονται δέσμιοι των κοινωνικών συμβάσεων. Θα μου επιτρέψετε να μην επεκταθώ περισσότερο εδώ, καθώς η εικόνα και ο τρόπος προσέγγισης τόσο του δικού μου, αλλά και όλων των υπολοίπων ρόλων, έχει μια ισχύ η οποία βρίσκει την καλύτερή της έκφανση στη δράση αυτή καθ’ αυτή, όπερ μεθερμηνευόμενο ότι σε αυτόν τον τομέα ειδικά, μας ενδιαφέρει η αίσθηση της θεατρικής δράσης που θα μεταφερθεί στο θεατή και όχι μια περαιτέρω ανεπτυγμένη σε μερικές ακόμη γραμμές ανάγνωσης θεωρητική ίσως προσέγγιση των ηρώων.
Κατά πόσο το έργο θυμίζει καταστάσεις της σημερινής καθημερινότητας;
Με αφορμή αυτή σας την ερώτηση, θα ήθελα να σταθώ στην διαχρονικότητα του έργου, η οποία αποτελεί κι έναν σημαντικότατο λόγο για να το κατατάσσει στα μεγαλύτερα λογοτεχνικά αριστουργήματα όλων των εποχών. Αισθάνομαι πως αυτό που μας επικοινωνεί ο Γκόγκολ, είναι πως όσο κι αν αλλάζουν οι εποχές και οι άνθρωποι μέσα από αυτές, κάποια πράγματα θα μένουν πάντα αναλλοίωτα και σταθερά, ιδίως τα άσχημα που χαρακτηρίζουν το ανθρώπινο είδος εξ’ αρχής με φόντο την τραγικότητα της ύπαρξής του. Κύριο θέμα του έργου (το οποίο ζούσε ο άνθρωπος όλες τις εποχές, αλλά σήμερα έχει ξεπεράσει κάθε όριο) είναι η προσωπική συντριβή του από ηθικής, κοινωνικής και ανθρωπιστικής πλευράς από ένα σύστημα που ουδόλως ενδιαφέρεται γι’ αυτόν. Σε αυτό το λογοτεχνικό νήμα που έχει πλέξει ο Γκόγκολ, ξετυλίγονται τα συστατικά που βρίσκονται δίπλα μας καθημερινά και μας επηρεάζουν, άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο: ο γείτονας, ο συνάδελφος, ο προϊστάμενος, οι μορφές της εξουσίας σε επίπεδο μορφών, χαρακτήρων και ιδιοτήτων, ενώ παράλληλα προβάλλεται η έννοια του θείου με τη διάσταση της ανθρώπινης ανάγκης και του μεταφυσικού στοιχείου, συνοδευόμενα όμως από κάποιους αστερίσκους κάθαρσης και ελπίδας. Νομίζω πως το σήμερα του Γκόγκολ, είναι το πάντα της ανθρωπότητας.
Πώς γίνεται ένα αντικείμενο να είναι η αφορμή χλευασμού ενός ανθρώπου;
Το όποιο αντικείμενο διαχρονικά έπαιρνε πάντα με κάποιο τρόπο τη μορφή συμβόλου. Μια πινακίδα σηματοδοτεί μια πληροφορία, μια καρέκλα έναν τρόπο χρήσης, ένα ρούχο έναν τρόπο ενδυμασίας. Αυτό που αλλάζει είναι ο τρόπος ερμηνείας, χρηστότητας και χρηστικότητας ανάλογα την περίσταση(ιδιότητα, πρακτικός προσανατολισμός, τόπος, τρόπος και ιδίως ο χρόνος). Δηλαδή τι αντικείμενο, γιατί αυτό, πού με αυτό, πώς με αυτό, πότε? Εδώ –και αυτή ακριβώς είναι η τραγικότητα που με μεγαλείο μας συστήνει ο Γκόγκολ, είναι μια απλή ανθρώπινη ανάγκη απέναντι στο κρύο, η οποία όμως ανάγκη αποκαλύπτει και όλες τις πτυχές που την ορίζουν, την επηρεάζουν και την καθοδηγούν με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Δεν είναι τυχαία η επιλογή της «ύλης» από τον Γκόγκολ ως θεμελιώδες σκηνικό στοιχείο, ιδίως στην παράστασή μας το οποίο έχει πολύ καθαρή σχέση με τον κάθε ήρωα τόσο από σκηνοθετικής-ενδυματολογικής κατεύθυνσης, όσο και από προσωπικού χώρου δράσης. Ολοκληρώνω διερωτώμενος μετά των αναγνωστών σας, πόσες φορές ένα αντικείμενο μας έχει κάνει από την ιδιότητά του και μόνο να αισθανθούμε καλά ή άσχημα και πόσες φορές αυτό έχει καθορίσει είτε τη δική μας συμπεριφορά, είτε των άλλων. Φρονώ πως μας συμβαίνει συνειδητά ή ασυνείδητα καθημερινά, σε κάποιες περιστάσεις με τραγικές συνέπειες, τις περισσότερες φορές χωρίς καν να έχουμε τη γνώση αυτών.
Έχετε διακριθεί και βραβευθεί σε αρκετές δουλειές σας. Σημαίνει κάτι αυτό για σας;
Τα βραβεία και οι διακρίσεις αισθάνομαι ότι είναι υποθέσεις πολύ προσωπικές τελικά. Στιγμές, ίχνη, σταθμοί μιας πορείας με λίγο παραπάνω φως από άλλες περιστάσεις. Ομολογώ πως είναι εύκολο κάποιος να θεωρήσει πως ένα βραβείο ή μια διάκριση αποτελούν ένα μήνυμα μιας σωστής και καλής πορείας, το θεωρώ απόλυτα θεμιτό γιατί και ο ίδιος το έχω σκεφτεί έτσι. Οφείλω όμως να εμβαθύνω και να δω αυτές τις στιγμές όχι μεμονωμένα, αλλά ως κομμάτια μιας μεγαλύτερης εικόνας όπου υπάρχουν πράγματα, πρόσωπα και καταστάσεις που προηγούνται ή έπονται. Με αυτό τον τρόπο πολεμώ και αποφεύγω την ξιπασιά, την έπαρση και την αλαζονεία και παραχωρώ στη θέση τους τον υγιή προβληματισμό(τι έκανα καλά, πώς μπορεί αυτό να εξελιχθεί περαιτέρω, πώς μπορεί να αποκωδικοποιηθεί και να εξαργυρωθεί καλλιτεχνικά), στην ελπίδα μου για κάτι καλύτερο που ανακάμπτει, και στην πρόκληση-πρόσκληση για σκληρή και σε μεγαλύτερο βάθος και εύρος έρευνα στη θεατρική πρακτική.
Οι συνεργασίες σας με σημαντικούς και διακεκριμένους καλλιτέχνες είναι πολλές. Τι θα λέγατε ότι αποκομίσατε από αυτές;
Είχα πράγματι την τύχη, την τιμή και την ευλογία να βρεθώ και να συνεργαστώ με κάποιους εξαιρετικούς ανθρώπους του θεάτρου, κάποιοι απ’ αυτούς είναι ονόματα παγκοσμίου βεληνεκούς. Θεωρώ πως σε κάθε συνεργασία κάτι παίρνεις και κάτι αφήνεις, τόσο σε προσωπικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Υπό αυτό το πρίσμα, εάν σε κάποιες συνεργασίες αυτό είναι μια βασική ρεαλιστική συνθήκη, σε κάποιες πιο σημαντικές και διακεκριμένες συνεργασίες μου τα οφέλη ήταν πολλά περισσότερα και συχνά κομβικά για την μόρφωση, την καλλιέργειά μου και την εξέλιξή μου, τόσο ως καλλιτέχνης, όσο και ως άνθρωπος, και γι’ αυτό είμαι ευγνώμων. Το φάσμα των πλεονεκτημάτων, ομολογώ πως ήταν τεράστιο και καθοριστικό για την μετέπειτα πορεία μου: από την σύσταση και δράση εντός νέων θεατρικών πρακτικών, ρευμάτων και μορφών, μέχρι την προσωπική δημιουργία και τις περαιτέρω ανακαλύψεις πλευρών του εαυτού μου, έως τότε ανεξερεύνητες και τρόπον τινά «κοιμώμενες» . Νομίζω πως αν θα έπρεπε να αποτυπώσω συγκεκριμένα σε λίγες γραμμές το καλύτερο που μου συνέβη, αυτό πιστεύω πως είναι το γεγονός ότι καλλιεργήθηκε και απέδωσε καρπούς το από κάθε πιθανή άποψη άνοιγμά μου στην πρακτική και θεωρία του θεάτρου, καθώς και την ποικιλία και ουσία των τρόπων έκφρασης και ύπαρξης με οποιαδήποτε ιδιότητα στο θέατρο(ηθοποιός, σκηνοθέτης, δάσκαλος υποκριτικής, ερευνητής).
Με τι κριτήρια επιλέγετε ένα έργο ή έναν ρόλο;
Η έννοια της καλλιτεχνικής «επιλογής» στην εποχή μας είναι μια παράξενη, ιδιαίτερη διαδικασία η οποία κινείται ανάμεσα στις γραμμές της ανάγκης καλλιτεχνικής έκφρασης και στον ρεαλισμό της εποχής, σε συνδυασμό με κάποια πολύ προσωπικά θέλω της φάσης που μπορεί να βρίσκομαι. Νομίζω πως πέρα από τις κάποιες φορές που έχω πραγματικά τη δυνατότητα να κάνω μια συνειδητή επιλογή πάνω σε ένα συγκεκριμένο υλικό επειδή με κινητοποιεί να το επεξεργαστώ και να το μοιραστώ με το κοινό -όπως στην προκειμένη περίπτωση , η πλειοψηφία των περιπτώσεων είτε «εκκολάπτει» ή απλώς παρουσιάζει κάτι ως επιλογή σε μια δεδομένη στιγμή, η οποία ακόμη κι αν δεν φαντάζει στο σημείο εκείνο η ιδανικότερη, αποτελεί ένα είδος μηνύματος που έχει στείλει η ζωή και η καλλιτεχνική μας πορεία, τόσο για την εκάστοτε παρούσα φάση, όσο και για το μέλλον. Επίσης, σε προσωπικό επίπεδο δεν θα αρνηθώ πως οι φιλοσοφικές και συναισθηματικές μου αναζητήσεις με επηρεάζουν συχνά και βαθιά ως προς αυτό το δρόμο. Φυσικά είναι περιττό να τονίσω πως στη δουλειά μας είναι συχνό φαινόμενο η απλή ανάγκη για επιβίωση να καταστρατηγεί όλα τα προαναφερθέντα και να βρισκόμαστε κάπου με φόντο την επιβίωση και την καλλιτεχνική ύπαρξη ως γενικευμένη έκφραση.
Η σκηνοθεσία σας ενδιαφέρει με το ίδιο με την υποκριτική;
Η σκηνοθεσία μπήκε στη ζωή μου το 2009, χρονιά ορόσημο για μένα και την πορεία μου, όταν και έφυγα με κρατική υποτροφία από το Ι.Κ.Υ. και πήγα για μεταπτυχιακές σπουδές την Αγγλία και το Πανεπιστήμιο του Έξετερ. Μέχρι τότε η σκηνοθεσία φάνταζε κάτι μακρινό και αόριστο στις σκέψεις και τις ανάγκες μου, και το ενδιαφέρον μου προς αυτή προέκυψε από μια αμιγώς καλλιτεχνική αναζήτηση που απλά βρήκε πρόσφορο έδαφος και γεννήθηκε. Δεν την εξεβίασα ποτέ, ούτε την εξιδανίκευσα. Ήταν κάτι που συνέβη και εγώ το ακολούθησα με σεβασμό και πολύ μελέτη. Επί της καλλιτεχνικής έκφρασης με ενδιαφέρουν πολύ και τα δύο και τα αναζητώ συνεχώς, δεν κρύβω όμως ότι η πρώτη και μεγάλη μου αγάπη είναι η υποκριτική. Επιτρέψτε μου να προσθέσω ότι μερικά χρόνια μετά τις πρώτες μου σκηνοθετικές απόπειρες στο εξωτερικό το 2009, εν έτη 2013 κι ενώ είχα τελειώσει το Master και πλέον βρισκόμουν στη μέση της ερευνητικής μου διατριβής στο ίδιο πανεπιστήμιο στην Αγγλία, ωρίμασε και ανέτειλε μέσα μου και ο δρόμος της διδασκαλίας. Αυτό συνέβη μέσω της ευκαιρίας που μου δόθηκε από το πανεπιστήμιο να διδάξω για έναν χρόνο στην Δραματική Σχολή του, γεγονός που αποτελεί μια αντίστοιχη περίπτωση με την σκηνοθεσία στον τρόπο με τον οποίο ήρθε στη ζωή μου και τα καλλιτεχνικά μου θέλω. Όλες αυτές οι εκφάνσεις αισθάνομαι ότι αλληλοσυμπληρώνονται με κάποιο τρόπο και με πηγαίνουν κάθε φορά παρακάτω.
Η τηλεόραση είναι στα θέλω σας;
Αγαπώ το θέατρο όσο καμία άλλη τέχνη κι έπειτα τον κινηματογράφο. Όμως μια σοβαρή τηλεοπτική παραγωγή με περιεχόμενο, έναν ενδιαφέροντα ρόλο και σωστές συνθήκες εργασίας, ναι, είναι στα θέλω μου.
Σχέδια για το μέλλον υπάρχουν;
Ναι, σαφώς και υπάρχουν. Το θέμα με τα σχέδια δεν είναι η αντίληψη, εκπόνηση και παρουσίαση του σχεδίου, αλλά να καταφέρει κανείς να βρει τον τρόπο να υλοποιηθεί το όποιο σχέδιο με τις ελάχιστες δυνατές εκπτώσεις. Δυστυχώς η εποχή μας δεν ευνοεί τον σχεδιασμό, περισσότερο θα έλεγα για να είμαι και στο θεατρικό πνεύμα, μάλλον τον αυτοσχεδιασμό. Συνεπώς, όλα βρίσκονται με έναν τρόπο στο «βλέποντας και κάνοντας» καθιστώντας την καθημερινότητά μας σε αυτό το χώρο μια μόνιμη Δαμόκλειο Σπάθη που κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας.